Γενικές πληροφορίες
Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας προσβάλλει το κατώτερο τμήμα της μήτρας, το οποίο συνδέει τον κόλπο με την ενδομητρική κοιλότητα. Πρόκειται για μια κακοήθη νόσο που μπορεί να προληφθεί σε πολύ μεγάλο ποσοστό. Από την άλλη πλευρά, αν ανιχνευθεί έγκαιρα, η πιθανότητα ίασης είναι εξαιρετική.
Τι προκαλεί τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας;
Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας προσβάλλει, συνήθως, γυναίκες άνω των 30 ετών.
Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων (>99%) είναι αποτέλεσμα χρόνιας, ενεργής λοίμωξης από επιθετικούς τύπους του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV). Αν και ο ιός HPV αποτελεί το συχνότερο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, λίγες γυναίκες θα εμφανίσουν τελικά καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.
Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη καρκίνου του τραχήλου της μήτρας;
Ο ιός HPV αποτελεί σχεδόν πάντα το αίτιο του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Επομένως, οποιοσδήποτε παράγοντας αυξάνει την πιθανότητα έκθεσης σε αυτόν ή μειώνει την πιθανότητα αντιμετώπισής του από το αμυντικό σύστημα του οργανισμού συμβάλλει στην εμφάνιση καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Σε αυτούς ανήκουν:
- Η έναρξη της σεξουαλικής ζωής σε μικρή ηλικία
- Οι πολλαπλοί και οι υψηλού κινδύνου σεξουαλικοί σύντροφοι
- Το κάπνισμα
- Η λοίμωξη από τον ιό HIV και οποιαδήποτε πάθηση ή φάρμακο (π.χ. χρόνια λήψη κορτικοστεροειδών) καταστέλλουν την άμυνα του οργανισμού
- Ίσως, η λήψη αντισυλληπτικών δισκίων για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα
Πώς μπορεί μια γυναίκα να προλάβει τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας;
Για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας απαιτείται:
Ποιά είναι τα συμπτώματα του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας;
Στα πολύ αρχικά στάδια, ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας μπορεί να μην προκαλεί συμπτώματα. Αργότερα, η ασθενής μπορεί να εμφανίσει κολπική αιμορραγία στην περίοδο, μεταξύ των περιόδων, στην εμμηνόπαυση ή, συχνά, μετά τη σεξουαλική επαφή και αυξημένες εκκρίσεις. Αν και τα παραπάνω συμπτώματα δεν σχετίζονται μόνο με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, ο γυναικολογικός έλεγχος είναι απαραίτητος προς αποκλεισμό του.
Πώς διαγιγνώσκεται ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας;
Ανάλογα με το μέγεθος του όγκου, αν είναι ορατός κατά τη γυναικολογική εξέταση και την ύπαρξη συμπτωμάτων, ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας είναι δυνατόν να διαγνωστεί με το PAP test ή, απευθείας, με τη λήψη βιοψιών, συχνά υπό κολποσκοπικό έλεγχο. Άλλες φορές, αναγνωρίζεται σε παρασκεύασμα κωνοειδούς εκτομής που γίνεται για τη θεραπεία προκαρκινικών αλλοιώσεων ή την πληρέστερη διερεύνηση του ύποπτου τραχήλου όταν η κολποσκόπηση δεν είναι ικανοποιητική. Σε κάθε περίπτωση, η ιστολογική εξέταση θα μας δώσει πληροφορίες για τον τύπο του όγκου. Οι συχνότεροι ιστολογικοί τύποι είναι ο πλακώδης (70%) και το αδενοκαρκίνωμα (25%), ενώ, πολύ σπάνια, συναντώνται ο αδενοπλακώδης, το νευροενδοκρινές (μικροκυτταρικό) καρκίνωμα, το λέμφωμα και το σάρκωμα του τραχήλου.
Τι πρέπει να κάνω αν διαγνωστώ με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας;
Αν η βιοψία του τραχήλου της μήτρας δείξει καρκίνο, το επόμενο βήμα για την ασθενή είναι να επισκεφθεί Γυναικολόγο Ογκολόγο, δηλαδή Γυναικολόγο με επίσημη εξειδίκευση στη διαχείριση των γυναικολογικών καρκίνων. Ο Γυναικολόγος Ογκολόγος έχει όλες τις απαραίτητες γνώσεις και τεχνικές δεξιότητες προκειμένου να αξιολογήσει την ασθενή, να της παρέχει τη χειρουργική θεραπεία όταν ενδείκνυται και να συντονίσει την υπόλοιπη αγωγή και τη μετέπειτα παρακολούθησή της.
Χειρουργική αντιμετώπιση
Πώς γίνεται η σταδιοποίηση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας;
Η σταδιοποίηση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας αποτελεί απαραίτητο βήμα για τον καθορισμό της έκτασης της νόσου και, επομένως, την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας. Σε αυτά τα πλαίσια, ο Γυναικολόγος-Ογκολόγος χρειάζεται να γνωρίζει το μέγεθος του όγκου, αν επεκτείνεται στους ιστούς που γειτνιάζουν με τον τράχηλο της μήτρας (παραμήτρια, κόλπος, ουροδόχος κύστη, κατώτερο τμήμα παχέος εντέρου ή άλλα σημεία της πυέλου) και την τυχόν ύπαρξη λεμφαδενικών ή απομακρυσμένων (π.χ. πνευμονικών, ηπατικών, οστικών) μεταστάσεων. Για να ληφθούν οι παραπάνω πληροφορίες απαιτούνται:
- Γυναικολογική εξέταση, περιλαμβανομένης και της δακτυλικής εξέτασης από το ορθό
- Μαγνητική τομογραφία (MRI) κάτω κοιλίας με ενδοφλέβιο σκιαγραφικό
- PET/CT ή, εναλλακτικά, αξονική τομογραφία (CT) θώρακα και αξονική ή μαγνητική τομογραφία άνω κοιλίας με σκιαγραφικό
- Σπανιότερα, κυστεοσκόπηση ή/και ορθοσκόπηση
- Άλλες εξετάσεις, με βάση την κρίση του θεράποντος Ιατρού
Ποια είναι η βάση της χειρουργικής αντιμετώπισης των αρχικών σταδίων καρκίνου του τραχήλου της μήτρας;
Στα αρχικά στάδια της νόσου, η αντιμετώπιση είναι χειρουργική. Το εύρος της επέμβασης καθορίζεται από το στάδιο της νόσου, με βάση τα ευρήματα του προεγχειρητικού ελέγχου, και την επιθυμία για μελλοντική κύηση της ασθενούς. Η κλασική χειρουργική θεραπεία του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας περιλαμβάνει την εκτέλεση ριζική υστερεκτομής, στη διάρκεια της οποίας αφαιρούνται η μήτρα, ο τράχηλος, οι ιστοί που περιβάλλουν τη μήτρα (παραμήτρια) και το ανώτερο τμήμα του κόλπου. Παρ’ όλα αυτά, σε αρχόμενη νόσο, η κωνοειδής εκτομή του τραχήλου επί υγιών ορίων ή η ολική υστερεκτομή (χωρίς δηλ. να αφαιρούνται τα παραμήτρια και το ανώτερο τμήμα του κόλπου) θεωρούνται απόλυτα αποδεκτές επιλογές. Τονίζεται πως η χειρουργική εξαίρεση των ωοθηκών δεν είναι απαραίτητη στον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και ειδικά στον πλακώδη τύπο, αν μια γυναίκα θέλει να αποφύγει την πρώιμη εμμηνόπαυση. Σε περίπτωση που η ασθενής επιθυμεί να διατηρήσει το αναπαραγωγικό της δυναμικό, μπορείτε να διαβάσετε περισσότερες λεπτομέρειες για τη χειρουργική της θεραπεία εδώ.
Ποιος είναι ο ρόλος της λεμφαδενεκτομής;
Ανάλογα με το μέγεθος του όγκου και το βάθος διήθησης του τραχήλου, ο κίνδυνος λεμφαδενικών μεταστάσεων διαφέρει. Σε αρχόμενη νόσο χωρίς την παρουσία λεμφαγγειακών/αγγειακών καρκινικών εμβόλων (LVI), η αφαίρεση λεμφαδένων δεν συνιστάται. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις που η νόσος θεωρείται χειρουργήσιμη, η αφαίρεση πυελικών (κοινοί-έξω-έσω λαγόνιοι και θυροειδείς λεμφαδένες) και, σπανιότερα, παραορτικών λεμφαδένων θεωρείται επιβεβλημένη. Αν υπάρχουν διογκωμένοι λεμφαδένες απεικονιστικά ή διεγχειρητικά, η εκτομή τους είναι, επίσης, απαραίτητη. Τέλος, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, η διερεύνηση των λεμφαδενικών μεταστάσεων με την τεχνική του λεμφαδένα-φρουρού συμβάλλει στη διάγνωση τους, μειώνοντας σημαντικά τις επιπλοκές του πλήρους λεμφαδενικού καθαρισμού (π.χ. λεμφοίδημα, λεμφοκύστεις).
Πώς πραγματοποιείται η χειρουργική επέμβαση σε ασθενείς με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας;
Η ριζική υστερεκτομή σε ασθενείς με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας μπορεί να γίνει ανοικτά ή με τις τεχνικές της ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής (λαπαροσκόπηση, ρομποτική χειρουργική). Αν και οι τελευταίες συνδέονται με μειωμένη πιθανότητα λοίμωξης του τραύματος ή αιμορραγίας και οδηγούν σε ταχύτερη ανάρρωση της ασθενούς, πρόσφατα δεδομένα έδειξαν ότι τα ανοικτά χειρουργεία ίσως συνδυάζονται με καλύτερα ογκολογικά αποτελέσματα. Από την άλλη πλευρά, όταν για την αντιμετώπιση της νόσου επαρκεί η ολική υστερεκτομή, η ρομποτική χειρουργική και η λαπαροσκόπηση φαίνεται υπό προϋποθέσεις να πλεονεκτούν.
Υπάρχει θεραπεία αν η νόσος δεν είναι χειρουργήσιμη;
Στις περιπτώσεις που η ασθενής με νόσο αρχικών σταδίων δεν μπορεί να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση ή στα πιο προχωρημένα στάδια της νόσου, η αντιμετώπιση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας περιλαμβάνει τη χορήγηση ακτινοθεραπείας (εξωτερικής και ενδοκολπικής), συνηθέστερα σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία.
Επικουρική θεραπεία
Ποιές είναι οι επιπλέον θεραπείες που μπορεί να χρειαστεί η ασθενής μετά τη χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας;
Η χορήγηση επικουρικής θεραπείας μετά τη χειρουργική επέμβαση καθορίζεται από την πιθανότητα υποτροπής της νόσου. Ανάμεσα στους παράγοντες που την αυξάνουν είναι η ύπαρξη μεγάλων όγκων, η βαθιά διήθηση του πάχους του τραχήλου, η παρουσία λεμφαγγειακών/αγγειακών καρκινικών εμβόλων (LVI), η διήθηση των παραμητρίων ή των χειρουργικών ορίων και οι μεταστάσεις στους λεμφαδένες. Οι αντίστοιχες αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται σε Ογκολογικό Συμβούλιο, με τη συμμετοχή Γυναικολόγου-Ογκολόγου, Παθολόγου-Ογκολόγου, Ακτινοθεραπευτή και Παθολογοανατόμου. Στις περιπτώσεις που χρειάζεται επιπλέον αγωγή, οι επιλογές είναι:
- Ενδοκολπική ακτινοθεραπεία (βραχυθεραπεία)
- Εξωτερική ακτινοθεραπεία. Χορηγείται για 5 ημέρες ανά εβδομάδα και συνολικά διαρκεί 5-6 εβδομάδες
- Χημειοθεραπεία, η οποία συνήθως περιλαμβάνει τη χορήγηση cisplatin σε εβδομαδιαία βάση, όσο διαρκεί η εξωτερική ακτινοθεραπεία. Σε αυτά τα πλαίσια, η χημειοθεραπεία δρα αυξάνοντας την τοξικότητα της ακτινοθεραπείας στα καρκινικά κύτταρα
Ποιές είναι οι βασικές ανεπιθύμητες ενέργειες της ακτινοθεραπείας;
Η ακτινοθεραπεία μπορεί σε ορισμένες ασθενείς να προκαλέσει διαταραχές της ούρησης (π.χ. συχνουρία, πόνο στην ούρηση), του εντέρου (π.χ. διάρροιες), αίσθημα κόπωσης και μεταβολές στον κόλπο (π.χ. βράχυνση, στένωση, ξηρότητα). Κάποιες από αυτές υποχωρούν με το τέλος της θεραπείας, ενώ άλλα συμπτώματα μπορεί να επιμένουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Πώς επηρεάζει η θεραπεία του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας τη σεξουαλική ζωή της ασθενούς;
Η αφαίρεση των ωοθηκών σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και, κυρίως, η ακτινοθεραπεία μπορεί να οδηγήσουν σε μεταβολές του κόλπου που επηρεάζουν την ποιότητα της σεξουαλικής ζωής. Για την αντιμετώπιση των ανωτέρω, συστήνεται η χρήση κολπικών gel με λιπαντική και ενυδατική δράση, καθώς και κολπικών διαστολέων. Η συμβουλευτική από ειδικούς σεξολόγους είναι, επίσης, πολύ χρήσιμη.
Τί περιλαμβάνει η παρακολούθηση της ασθενούς μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας;
Η παρακολούθηση της ασθενούς μετά τη θεραπεία της στηρίζεται:
- Στην περιοδική κλινική εξέταση, περιλαμβανομένης της γυναικολογικής
- Στο ετήσιο PAP test
- Στους περιοδικούς απεικονιστικούς ελέγχους. Στις διαθέσιμες επιλογές ανήκουν η αξονική ή μαγνητική τομογραφία και το PET/CT, οπότε οι σχετικές αποφάσεις λαμβάνονται με βάση την κρίση του Ιατρού και τυχόν συμπτώματα από την ασθενή.