Γενικές πληροφορίες
Ο καρκίνος των ωοθηκών αποτελεί το δεύτερο πιο συχνό γυναικολογικό καρκίνο στις αναπτυγμένες χώρες. Η μέση ηλικία εμφάνισης της νόσου είναι τα 63 έτη, ενώ η πιθανότητα να προσβληθεί μια γυναίκα στη διάρκεια της ζωής της είναι 1.3%. Εξαίρεση αποτελούν οι γυναίκες που έχουν την αντίστοιχη γενετική προδιάθεση.
Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου των ωοθηκών;
Στους παράγοντες που αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου των ωοθηκών ανήκουν:
- Η προχωρημένη ηλικία (συνήθως γυναίκες >60 ετών)
- Η έναρξη της περιόδου σε μικρή ηλικία ή/και η καθυστερημένη εμμηνόπαυση.
- Η ατοκία και η υπογονιμότητα
- Η ενδομητρίωση
- Το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του ενδομητρίου, μαστού ή ωοθηκών, ιδιαίτερα αν η γυναίκα έχει μετάλλαξη σε ορισμένα γονίδια (π.χ. BRCA1, BRCA2)
- Το οικογενειακό ιστορικό συνδρόμου Lynch
Ο καρκίνος ωοθηκών δεν θα προσβάλλει οπωσδήποτε τις γυναίκες που έχουν έναν ή περισσότερους από τους ανωτέρω παράγοντες κινδύνου. Ωστόσο, θα ήταν χρήσιμο για αυτές να επισκεφθούν εξειδικευμένους Ιατρούς για περαιτέρω συμβουλευτική.
Πώς μπορεί μια γυναίκα να μειώσει την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου των ωοθηκών;
Δυστυχώς, δεν υπάρχει τρόπος που να εξασφαλίζει απόλυτη προστασία από τον καρκίνο των ωοθηκών. Παρ’ όλα αυτά, τα παρακάτω μπορούν να μειώσουν την πιθανότητα εμφάνισης της νόσου:
- Η χρήση αντισυλληπτικών δισκίων
- Η κύηση
- Πιθανότατα, ο θηλασμός
- Η απολίνωση των σαλπίγγων στα πλαίσια αντισύλληψης
- Η σαλπιγγεκτομή.
Σε περίπτωση κληρονομικής προδιάθεσης, περισσότερες λεπτομέρειες για τους τρόπους προφύλαξης από τη νόσο μπορείτε να δείτε εδώ.
Πώς εκδηλώνεται ο καρκίνος ωοθηκών;
Ο καρκίνος των ωοθηκών μπορεί να εκδηλωθεί με μια ποικιλία συμπτωμάτων, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται:
- Ακαθόριστο άλγος ή αίσθημα πίεσης χαμηλά στην κοιλιά
- Άλγος στη μέση
- Διάταση της κοιλίας (φούσκωμα)
- Ανορεξία ή γρήγορο αίσθημα πλήρωσης μετά τη λήψη φαγητού
- Ναυτία ή/και εμέτους
- Ανεξήγητες μεταβολές στο σωματικό βάρος ή έντονο αίσθημα κόπωσης
- Αλλαγές στις εντερικές συνήθειες (κυρίως, νεοεμφανιζόμενη δυσκοιλιότητα)
- Συμπτώματα από το ουροποιητικό σύστημα, όπως συχνουρία ή επιτακτική ανάγκη για ούρηση
- Αιμορραγία ή ασυνήθιστες κολπικές εκκρίσεις μετά την εμμηνόπαυση
Δυστυχώς, σε ένα ποσοστό που υπερβαίνει το 70-80%, ο καρκίνος ωοθηκών διαγιγνώσκεται όταν πλέον έχει προχωρήσει πολύ. Ο σημαντικότερος λόγος που εμποδίζει την έγκαιρη διάγνωση της νόσου είναι η απουσία χαρακτηριστικών συμπτωμάτων. Πολλές από τις παραπάνω κλινικές εκδηλώσεις συνοδεύουν, συνήθως, καλοήθεις παθήσεις (π.χ. σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, ενδομητρίωση κλπ), με αποτέλεσμα οι ασθενείς να μην δίνουν τη δέουσα προσοχή.
Τι πρέπει να κάνω αν έχω τα παραπάνω συμπτώματα;
Μην αγνοείτε συμπτώματα (π.χ.«φούσκωμα» της κοιλίας) που επιμένουν για περισσότερες από 2 εβδομάδες. Επισκεφθείτε τον Ιατρό σας και συζητήστε κάθε αλλαγή στο σώμα σας, όσο μικρή κι αν είναι η πιθανότητα να οφείλεται σε κάτι σοβαρό. Αν μετά τη γυναικολογική εξέταση ή το υπερηχογράφημα έσω γεννητικών οργάνων ο Ιατρός διαπιστώσει κάποιον όγκο στην περιοχή των ωοθηκών, πιθανότατα θα σας ζητήσει να υποβληθείτε σε μαγνητική τομογραφία (MRI) κάτω κοιλίας με ενδοφλέβιο σκιαγραφικό. Επιπλέον, θα σας συστήσει μέτρηση καρκινικών δεικτών στο αίμα, όπως CA-125 (κυρίως), CEA, CA 19-9, AFP, hCG, LDH και inhibin-B. Τονίζεται πως κάθε όγκος των ωοθηκών δεν είναι απαραίτητα κακοήθης. Επιπλέον, η εύρεση αυξημένων καρκινικών δεικτών δεν σημαίνει υποχρεωτικά πως υπάρχει καρκίνος, αφού συχνά βρίσκονται σε υψηλότερα από τα φυσιολογικά επίπεδα και σε καλοήθεις παθήσεις. Το σύνολο των πληροφοριών, όμως, που θα πάρει ο Ιατρός σας από την κλινική εξέταση, τον απεικονιστικό έλεγχο και τους καρκινικούς δείκτες καθορίζει το βαθμό υποψίας να πάσχετε από καρκίνο των ωοθηκών.
Τι πρέπει να κάνω αν υπάρχει υποψία πως έχω καρκίνο των ωοθηκών;
Αν οι εξετάσεις δείξουν αυξημένη πιθανότητα για καρκίνο των ωοθηκών, το επόμενο βήμα για την ασθενή είναι να επισκεφθεί Γυναικολόγο Ογκολόγο, δηλαδή Γυναικολόγο με επίσημη εξειδίκευση στη διαχείριση των γυναικολογικών καρκίνων. Ο Γυναικολόγος Ογκολόγος έχει όλες τις απαραίτητες γνώσεις και τεχνικές δεξιότητες προκειμένου να αξιολογήσει την ασθενή, να της παρέχει την ενδεικνυόμενη χειρουργική θεραπεία και να συντονίσει την υπόλοιπη αγωγή και τη μετέπειτα παρακολούθησή της.
Χειρουργική αντιμετώπιση
Τι εξετάσεις χρειάζονται πριν τη χειρουργική επέμβαση;
Ο καρκίνος ωοθηκών διαγιγνώσκεται οριστικά μόνο μετά από χειρουργική επέμβαση και ιστολογική εξέταση του εξαιρεθέντος ιστού. Προ αυτής και εφ’ όσον υπάρχει υποψία καρκίνου των ωοθηκών, θα πρέπει η ασθενής να υποβληθεί σε αξονική τομογραφία (CT) θώρακα-άνω-κάτω κοιλίας με ενδοφλέβιο και από του στόματος σκιαγραφικό. Στις διαθέσιμες επιλογές ανήκουν, επίσης, η μαγνητική τομογραφία (MRI) και το PET/CT. Με αυτόν τον τρόπο καθορίζεται η έκταση της νόσου (π.χ. μεταστάσεις) και η εξαιρεσιμότητά της. Αν δεν έχουν εξεταστεί νωρίτερα, επιβάλλεται προεγχειρητικά η μέτρηση των καρκινικών δεικτών (CA-125, CEA, CA 19-9, AFP, LDH, hCG, inhibin B). Οι καρκινικοί δείκτες προσανατολίζουν περαιτέρω ως προς την κακοήθη φύση του πυελικού όγκου και την ιστολογική ταυτοποίησή του, ενώ, κυρίως, συνεισφέρουν στην αξιολόγηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία και την παρακολούθηση των ασθενών για τυχόν υποτροπή.
Πώς αντιμετωπίζεται χειρουργικά ο καρκίνος ωοθηκών αρχικών σταδίων;
Όταν ο καρκίνος των ωοθηκών εντοπίζεται απεικονιστικά στην πύελο, πραγματοποιείται η χειρουργική του σταδιοποίηση. Στόχος των επεμβάσεων σταδιοποίησης είναι η αποκάλυψη μικροσκοπικών μεταστάσεων, οι οποίες παρατηρούνται σχεδόν στο 30% των περιστατικών. Μετά την είσοδο στην περιτοναϊκή κοιλότητα, η σταδιοποίηση περιλαμβάνει:
- Τη συλλογή του ελεύθερου περιτοναϊκού υγρού, προκειμένου να διερευνηθεί αν περιέχει καρκινικά κύτταρα (κυτταρολογική εξέταση). Διαφορετικά, ο παραπάνω έλεγχος γίνεται σε έκπλυμα της περιτοναϊκής κοιλότητας.
- Την αφαίρεση του εξαρτήματος (σάλπιγγας και ωοθήκης) που περιέχει τον όγκο, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια να μην ραγεί η κάψα του. Το παρασκεύασμα αυτό στέλνεται για ταχεία βιοψία, κατά την οποία ο Παθολογοανατόμος θα απαντήσει σε μικρό χρονικό διάστημα αν πρόκειται για καρκίνο. Επί αδιαμφισβήτητης κακοήθειας, η χειρουργική επέμβαση συνεχίζεται με βάση τα παρακάτω.
- Την αφαίρεση της μήτρας μετά του τραχήλου (ολική υστερεκτομή) και του ετερόπλευρου εξαρτήματος (σάλπιγγας και ωοθήκης).
- Τη συστηματική αφαίρεση των πυελικών (κοινοί-έξω-έσω λαγόνιοι και θυροειδείς λεμφαδένες) και παραορτικών λεμφαδένων (μέχρι το επίπεδο των νεφρικών αγγείων).
- Την επιπλεκτομή, τουλάχιστον υφοκολικά.
- Την προσεκτική εξέταση των περιτοναϊκών επιφανειών για τυχόν μεταστατικές εστίες της νόσου. Σε περίπτωση που βρεθούν οζίδια ή συμφύσεις που θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν μεταστάσεις, επιβάλλεται η εξαίρεσή τους. Διαφορετικά, λαμβάνονται τυχαίες βιοψίες από την πύελο, τις παρακολικές αύλακες και τις περιτοναϊκές επιφάνειες των διαφραγμάτων.
- Την εκτέλεση σκωληκοειδεκτομής σε βλεννώδη καρκινώματα της ωοθήκης. Σε αυτούς τους όγκους, δεν απαιτείται αφαίρεση πυελικών και παραορτικών λεμφαδένων.
Σημειώνεται πως οι παραπάνω επεμβάσεις πραγματοποιούνται στη μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών με επιθηλιακό καρκίνο των ωοθηκών αρχικών σταδίων. Αν οι ασθενείς θέλουν να διατηρήσουν το αναπαραγωγικό τους δυναμικό και πληρούν τις αντίστοιχες, αυστηρές προϋποθέσεις ή σε ορισμένους ΜΗ επιθηλιακούς καρκίνους της ωοθήκης (π.χ. κοκκιοκυτταρικοί όγκοι), το χειρουργικό πλάνο διαμορφώνεται ανάλογα.
Τι καθορίζει την επιτυχία των χειρουργικών επεμβάσεων σε καρκίνο των ωοθηκών προχωρημένων σταδίων;
Όταν ο καρκίνος των ωοθηκών είναι προχωρημένος, απαιτείται πιο εκτεταμένη χειρουργική επέμβαση (πρωτογενής κυτταρομείωση). Η επιτυχία της καθορίζεται από το μέγεθος του υπολειμματικού όγκου, δηλαδή τη μέγιστη διάμετρο των εστιών της νόσου που θα μείνουν στην κοιλιά στο τέλος της επέμβασης. Παραδοσιακά, η χειρουργική θεραπεία θεωρείται ικανοποιητική (optimal) όταν αυτή δεν ξεπερνά το 1 cm. Παρ’ όλα αυτά, πολυάριθμες μελέτες έχουν επανειλημμένα δείξει ότι τα καλύτερα ογκολογικά αποτελέσματα εξασφαλίζονται όταν η πρωτογενής κυτταρομείωση οδηγεί σε πλήρη -μακροσκοπικά- εξαίρεση των μεταστατικών εστιών. Σε κάποιες περιπτώσεις, η έκταση της νόσου ή η γενικότερη κατάσταση της ασθενούς (π.χ. πολύ μεγάλη ηλικία, σοβαρά προβλήματα υγείας από άλλα όργανα, κακή θρέψη) δεν επιτρέπει την επίτευξη των παραπάνω στόχων χωρίς μεγάλο κίνδυνο επιπλοκών. Τότε, προτιμάται η χορήγηση χημειοθεραπείας (νεοεπικουρική χημειοθεραπεία) για να συρρικνωθεί η νόσος και ακολουθεί χειρουργική επέμβαση (ενδιάμεση κυτταρομείωση) σε δεύτερο χρόνο. Οι αποφάσεις αυτές (πρωτογενής κυτταρομείωση ή νεοεπικουρική χημειοθεραπεία) πρέπει να λαμβάνονται από απόλυτα εξειδικευμένους Ιατρούς στη διαχείριση των γυναικολογικών κακοηθειών, αφού επηρεάζουν σημαντικά τη μετέπειτα πορεία της ασθενούς.
Πώς ο Γυναικολόγος Ογκολόγος εκτιμά την εξαιρεσιμότητα της νόσου και, επομένως, την πιθανότητα επιτυχούς πρωτογενούς κυτταρομείωσης;
Η αρχική αξιολόγηση της έκτασης της νόσου και της δυνατότητας να αφαιρεθούν χειρουργικά οι μεταστατικές εστίες γίνεται με τον απεικονιστικό έλεγχο (αξονική ή/και μαγνητική τομογραφία). Αν η νόσος θεωρείται εξ αρχής ανεγχείρητη, η επιβεβαίωση της διάγνωσης προκειμένου να χορηγηθεί η σωστή χημειοθεραπεία γίνεται με παρακέντηση της κοιλίας και λήψη ελεύθερου υγρού (ασκίτης), εφ’ όσον υπάρχει, προς κυτταρολογική εξέταση ή, ακόμα καλύτερα, με λήψη βιοψίας. Αυτή μπορεί να γίνει στα πλαίσια διαγνωστικής λαπαροσκόπησης ή από Επεμβατικό Ακτινολόγο υπό την καθοδήγηση αξονικού τομογράφου.
Άλλες φορές, η εξαιρεσιμότητα της νόσου δεν είναι σαφής απεικονιστικά. Τότε, ο Γυναικολόγος Ογκολόγος θα συστήσει διαγνωστική λαπαροσκόπηση, ώστε να αξιολογήσει το μέγεθος και την ακριβή εντόπιση των μεταστατικών εστιών υπό άμεση όραση. Αν η νόσος θεωρηθεί ανεγχείρητη, θα λάβει βιοψίες προς ιστολογική ταυτοποίησή της και θα παραπέμψει την ασθενή για νεοεπικουρική χημειοθεραπεία. Τονίζεται πως οι μικρές τομές που χρησιμοποιούνται για τη λαπαροσκόπηση επιτρέπουν την εξαιρετικά ταχεία ανάρρωση της ασθενούς και την έγκαιρη έναρξη της χημειοθεραπείας. Αν η νόσος θεωρηθεί χειρουργήσιμη, ο Γυναικολόγος Ογκολόγος θα προχωρήσει σε πρωτογενή κυτταρομείωση την ίδια χρονική στιγμή ή μετά από λίγες ημέρες.
Τι μπορεί να περιλαμβάνει η πρωτογενής κυτταρομείωση για την επιτυχή αντιμετώπιση καρκίνου των ωοθηκών προχωρημένων σταδίων;
Για την επιτυχή πρωτογενή κυτταρομείωση είναι απαραίτητη η μέση κάθετη τομή που, συνήθως, εκτείνεται από το στέρνο ως χαμηλά στην πύελο. Στους χειρουργικούς χρόνους περιλαμβάνονται η αναρρόφηση του ασκίτη που ενδεχομένως να συνυπάρχει και η αφαίρεση της μήτρας, των εξαρτημάτων (σαλπίγγων και ωοθηκών) και του διηθημένου επιπλόου. Επιμέρους επεμβάσεις που μπορεί να κριθούν απαραίτητες για την εξαίρεση όλων των μεταστατικών εστιών είναι η εκτομή τμημάτων του παχέος ή/και λεπτού εντέρου, η σκωληκοειδεκτομή, η αφαίρεση του περιτοναίου ακόμη και από το διάφραγμα και η σπληνεκτομή. Πιο σπάνια, μπορεί να απαιτηθούν περιφερική παγκρεατεκτομή, μερική γαστρεκτομή, εκτομή τμημάτων του ήπατος, χολοκυστεκτομή και μερική αφαίρεση της ουροδόχου κύστης ή επανεμφύτεση του ουρητήρα. Όλοι οι διογκωμένοι ή ύποπτοι για μεταστάσεις λεμφαδένες θα πρέπει να αφαιρεθούν. Από την άλλη πλευρά, πρόσφατα δεδομένα έδειξαν πως η συστηματική πυελική και παραορτική λεμφαδενεκτομή σε ασθενείς με καρκίνο ωοθηκών προχωρημένων σταδίων και, απεικονιστικά ή διεγχειρητικά, φυσιολογικούς λεμφαδένες δεν έχει θέση. Όταν οι παραπάνω επεμβάσεις πραγματοποιούνται από Γυναικολόγους Ογκολόγους με αντίστοιχη εκπαίδευση, η βιβλιογραφία έχει δείξει πως τα ογκολογικά αποτελέσματα είναι καλύτερα. Ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε ασθενούς, η επιτυχής χειρουργική αντιμετώπιση της νόσου μπορεί, επιπλέον, να απαιτήσει συνεργασίες με ομάδες Ιατρών άλλων χειρουργικών εξειδικεύσεων.
Τι περιλαμβάνει η ενδιάμεση κυτταρομείωση;
Η ενδιάμεση κυτταρομείωση πρέπει να πραγματοποιείται μετά από 3-4 κύκλους νεοεπικουρικής χημειοθεραπείας. Σε εξατομικευμένες περιπτώσεις, ίσως να απαιτούνται περισσότεροι κύκλοι πριν τη χειρουργική επέμβαση. Από την άλλη πλευρά, αν η νόσος εξελίσσεται κατά τη διάρκειά της χημειοθεραπείας, τότε πρακτικά θεωρείται μη χειρουργήσιμη. Βασικοί πυλώνες της ενδιάμεσης κυτταρομειωτικής επέμβασης αποτελούν η αφαίρεση της μήτρας μετά των εξαρτημάτων (σαλπίγγων και ωοθηκών) και του επιπλόου. Όλες οι περιτοναϊκές επιφάνειες πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά και τυχόν αλλοιώσεις ή συμφύσεις που εγείρουν την υποψία μετάστασης να αφαιρεθούν. Η εκτομή των διογκωμένων η ύποπτων λεμφαδένων είναι απαραίτητη. Τονίζεται πως, σε πολλές περιπτώσεις, η χορήγηση νεοεπικουρικής χημειοθεραπείας δεν συνοδεύεται από πλήρη ανταπόκριση της νόσου. Συνεπώς, η ενδιάμεση κυτταρομείωση μπορεί να περιλαμβάνει και κάποιες από τις εκτομές του γαστρεντερικού συστήματος, του περιτοναίου ή/και της άνω κοιλίας που περιγράφηκαν για την πρωτογενή κυτταρομειωτική επέμβαση. Για αυτούς τους λόγους, η εκτέλεσή τους από εξειδικευμένους Ιατρούς, ως ανωτέρω, είναι επιβεβλημένη.
Επικουρική θεραπεία
Ποιοι ασθενείς με καρκίνο των ωοθηκών χρειάζονται χημειοθεραπεία μετά τη χειρουργική επέμβαση;
Η χημειοθεραπεία μετά τη χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου των ωοθηκών έχει ως στόχο τη μείωση της πιθανότητας υποτροπής της νόσου. Οι ενδείξεις χορήγησής της καθορίζονται από το στάδιο της νόσου, τον ιστολογικό τύπο και το βαθμό διαφοροποίησης (grade) του όγκου. Γενικά, με εξαίρεση τον υψηλής διαφοροποίησης καρκίνο των ωοθηκών σταδίου ΙΑ και ΙΒ, οι υπόλοιπες περιπτώσεις συνήθως θα χρειαστούν χημειοθεραπεία. Σε αυτές περιλαμβάνονται και όλες οι ασθενείς με διαυγοκυτταρικό (clear cell) ιστολογικό τύπο, λόγω της επιθετικής βιολογίας του.
Η τελική ιστολογική εξέταση του όγκου έδειξε πως τελικά πάσχω από καρκίνο των σαλπίγγων ή πρωτοπαθές καρκίνωμα του περιτοναίου. Αλλάζει κάτι στη θεραπεία μου;
Το υψηλής κακοήθειας, ορώδες (high grade serous) καρκίνωμα των ωοθηκών, των σαλπίγγων και του περιτοναίου αποτελούν πρακτικά την ίδια νόσο. Τα αίτια που το προκαλούν, τα συμπτώματα, οι αρχές της χειρουργικής αντιμετώπισης και της μετέπειτα χημειοθεραπείας δεν διαφέρουν.
Ποιοι τύποι χημειοθεραπείας χρησιμοποιούνται στον καρκίνο των ωοθηκών;
Ο καρκίνος των ωοθηκών που απαιτεί χημειοθεραπεία αντιμετωπίζεται με συνδυασμό πλατίνας (carboplatin κυρίως και cisplatin) και ταξάνης (paclitaxel κυρίως και docetaxel). Τα φάρμακα αυτά χορηγούνται ενδοφλεβίως κάθε 1 (dose dense) ή 3 εβδομάδες μέχρι τη συμπλήρωση, συνήθως, 6 κύκλων χημειοθεραπείας. Στην τελευταία περίπτωση, ο Παθολόγος Ογκολόγος ενδέχεται να συστήσει την ταυτόχρονη χορήγηση bevacizumab, η οποία συνεχίζεται και για 1 περίπου χρόνο μετά την ολοκλήρωση της κλασικής χημειοθεραπείας.
Ποιες είναι οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες της χημειοθεραπείας στον καρκίνο των ωοθηκών;
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες της χημειοθεραπείας σχετίζονται με τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται και τα μεσοδιαστήματα χορήγησής τους. Στις συχνότερες περιλαμβάνονται η τριχόπτωση, η ναυτία και οι έμετοι, η πτώση του αριθμού των κυττάρων του αίματος και το αίσθημα μουδιάσματος στα χέρια και στα πόδια. Το bevacizumab ενίοτε συνδέεται με αυξημένη αρτηριακή πίεση, πονοκεφάλους, και καθυστέρηση στην επούλωση των τραυμάτων. Πολύ σπανιότερα, μπορεί να προκαλέσει διάτρηση του εντέρου, ιδιαίτερα αν η ασθενής έχει ιστορικό φλεγμονώδους πάθησης του εντέρου (π.χ. ελκώδης κολίτιδα, νόσος του Crohn) ή ο καρκίνος ωοθηκών είχε επεκταθεί εκεί.
Τι επιπλέον δυνατότητες έχουν οι ασθενείς με μετάλλαξη στα γονίδια BRCA1 ή BRCA2 μετά την ολοκλήρωση της χημειοθεραπείας;
Στις γυναίκες με μετάλλαξη στα γονίδια BRCA1 ή BRCA2 που ανταποκρίθηκαν στην αρχική χημειοθεραπεία, η θεραπεία συντήρησης με olaparib (PARP αναστολέας) συνδέεται με σημαντικά καλύτερα ογκολογικά αποτελέσματα. Η δυνατότητα χορήγησής τους και στις υπόλοιπες γυναίκες αποτελεί πεδίο έντονης έρευνας.
Τι περιλαμβάνει η παρακολούθηση της ασθενούς μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας;
Η παρακολούθηση της ασθενούς μετά τη θεραπεία της στηρίζεται:
- Στην περιοδική κλινική εξέταση, περιλαμβανομένης της γυναικολογικής
- Στους καρκινικούς δείκτες στο αίμα (κυρίως CA-125)
- Στους απεικονιστικούς ελέγχους. Στις διαθέσιμες επιλογές ανήκουν η αξονική ή μαγνητική τομογραφία και το PET/CT, οπότε οι σχετικές αποφάσεις λαμβάνονται με βάση την κρίση του Ιατρού, τις μεταβολές των καρκινικών δεικτών και τα ενδεχόμενα συμπτώματα από την ασθενή
Τι θεραπευτικές επιλογές υπάρχουν σε περίπτωση υποτροπής καρκίνου των ωοθηκών;
Ο βασικός παράγοντας που επηρεάζει τις θεραπευτικές αποφάσεις σε περίπτωση υποτροπής είναι το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την ολοκλήρωση της αρχικής θεραπείας. Αν ο καρκίνος των ωοθηκών υποτροπιάσει σύντομα (<6 μήνες), η νόσος θεωρείται ανθεκτική στην πλατίνα και η πρόγνωση της ασθενούς επιβαρύνεται. Αν το διάστημα είναι μεγαλύτερο, η επανάληψη της χημειοθεραπείας βασισμένη στην πλατίνα αποτελεί την κυρίαρχη επιλογή. Η προσθήκη bevacizumab, αν δεν είχε χορηγηθεί στα πλαίσια της αρχική θεραπείας, είναι δυνατή. Εναλλακτικά, για θεραπεία συντήρησης μπορεί να χορηγηθούν αναστολείς PARP (π.χ. olaparib, niraparib, rucaparib). Ανάλογα με το χρόνο υποτροπής του καρκίνου των ωοθηκών, την εντόπιση των μεταστάσεων και τη γενικότερη κατάσταση της ασθενούς, η χειρουργική εξαίρεσή τους ακολουθούμενη από χημειοθεραπεία μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της πρόγνωσής της.