Ποια είναι τα συμπτώματα της ενδομητρίωσης;
Αρκετές γυναίκες με ενδομητρίωση είναι ασυμπτωματικές. Ωστόσο, άλλες αναφέρουν πόνο χαμηλά στην κοιλιά που μπορεί να εκδηλωθεί:
- αμέσως πριν ή κατά τη διάρκεια της περιόδου (δυσμηνόρροια)
- ενδιάμεσα στον έμμηνο κύκλο
- στη διάρκεια ή μετά τη σεξουαλική επαφή
- κατά την ούρηση ή την αφόδευση
Η ενδομητρίωση, επίσης, μπορεί να προκαλέσει υπογονιμότητα, ενώ, ενίοτε, εκδηλώνεται με κύστεις στις ωοθήκες (ενδομητρίωμα ή σοκολατοειδής κύστη).
Πώς γίνεται η διάγνωση της ενδομητρίωσης;
Η υποψία ενδομητρίωσης τίθεται από το ιστορικό της ασθενούς και, ενίοτε, τη γυναικολογική εξέταση. Σε κάποιες περιπτώσεις, το υπερηχογράφημα έσω γεννητικών οργάνων μπορεί να αναδείξει κύστη στην ωοθήκη με τα χαρακτηριστικά του ενδομητριώματος. Άλλοτε, η μαγνητική τομογραφία (MRI) πυέλου μπορεί να δώσει χρήσιμες πληροφορίες. Παρ’ όλα αυτά, η πιο σίγουρη μέθοδος για τη διάγνωση της ενδομητρίωσης και την ακριβή αξιολόγηση της θέσης και του μεγέθους των αντίστοιχων εστιών είναι η διαγνωστική λαπαροσκόπηση. Στη διάρκεια αυτής, ο Ιατρός μπορεί να πάρει βιοψίες για να επιβεβαιώσει τη διάγνωσή του και να τεκμηριώσει τη βαρύτητα της νόσου. Πρέπει να τονιστεί πως η ένταση των συμπτωμάτων δεν συμβαδίζει πάντοτε με την έκταση της νόσου.
Υπάρχει φαρμακευτική θεραπεία για την ενδομητρίωση;
Ο τρόπος αντιμετώπισης της ενδομητρίωσης καθορίζεται από το είδος των συμπτωμάτων της κάθε γυναίκας και την επιθυμία της για μελλοντική κύηση. Ανάμεσα στις φαρμακευτικές επιλογές ξεχωρίζουν τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη αναλγητικά (ΜΣΑΦ), τα αντισυλληπτικά δισκία με συνδυασμούς οιστρογόνων - προγεσταγόνων, τα προγεσταγόνα και οι GnRH αγωνιστές.
Μπορεί η ενδομητρίωση να αντιμετωπιστεί χειρουργικά;
Στις βασικές ενδείξεις χειρουργικής αντιμετώπισης της ενδομητρίωσης ανήκουν η ανακούφιση από τα συμπτώματα (π.χ. άλγος), όταν η φαρμακευτική θεραπεία αποτυγχάνει ή οι ασθενείς έχουν παράγοντες στο ιστορικό τους που καθιστούν απαγορευτική τη λήψη της, και η βελτίωση της γονιμότητας. Επιπλέον, σε περίπτωση ευμεγέθους ενδομητριώματος, η ανάγκη αποκλεισμού κακοήθειας και πρόληψης των οξέων επιπλοκών (π.χ. συστροφή ωοθήκης, ρήξη της κύστης) επιβάλλει, ενίοτε, τη χειρουργική επέμβαση. Η αφαίρεση ή ο καυτηριασμός των ενδομητριωσικών εστιών και η εξαίρεση των αντίστοιχων κύστεων της ωοθήκης πραγματοποιείται στη μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών λαπαροσκοπικά. Σε πιο ακραίες περιπτώσεις και εφ’ όσον έχει ολοκληρωθεί ο οικογενειακός προγραμματισμός, η αφαίρεση της μήτρας, με ή χωρίς τα εξαρτήματα, περιλαμβάνεται στις χειρουργικές επιλογές.
Πόσο συχνή είναι η υποτροπή της ενδομητρίωσης μετά από χειρουργική επέμβαση;
Μετεγχειρητικά, οι περισσότερες γυναίκες αναφέρουν σημαντική βελτίωση των συμπτωμάτων. Ωστόσο, η ενδομητρίωση θα υποτροπιάσει τουλάχιστον στο 40% των ασθενών, συνήθως εντός των πρώτων 2 ετών από την επέμβαση. Η χρήση κλασικών αντισυλληπτικών δισκίων ή προγεσταγόνων, η τοποθέτηση ενδομήτριου σπειράματος (σπιράλ) λεβονοργεστρέλης (MIRENA) και η χορήγηση GnRH αναλόγων συμβάλλουν στον περιορισμό της παραπάνω πιθανότητας και καθυστερούν την επανεμφάνιση των συμπτωμάτων.
Ποια είναι η σχέση της ενδομητρίωσης με τον καρκίνο των ωοθηκών;
Η ενδομητρίωση αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης συγκεκριμένων τύπων καρκίνου των ωοθηκών: του ενδομητριοειδούς και του διαυγοκυτταρικού. Σύμφωνα με πολύ πρόσφατα δεδομένα, η αντίστοιχη πιθανότητα σε ασθενείς με ενδομητρίωση είναι 3 έως 5 φορές μεγαλύτερη, συγκριτικά με τις υπόλοιπες γυναίκες. Τονίζεται, πως ο κίνδυνος είναι ακόμα υψηλότερος όταν η ενδομητρίωση προσβάλλει τις ωοθήκες. Παρ΄ όλα αυτά, οι ασθενείς με καρκίνο των ωοθηκών που αναπτύσσεται σε αυτά τα πλαίσια είναι συνήθως νεότερες, διαγιγνώσκονται σε αρχικά στάδια της νόσου και έχουν πολύ καλύτερη πρόγνωση. Σημειώνεται, επίσης, πως η εμφάνιση καρκίνου της μήτρας ή του τραχήλου δεν προάγεται από την παρουσία ενδομητρίωσης.
Με ποιο μηχανισμό η ενδομητρίωση μπορεί να προκαλέσει καρκίνο των ωοθηκών;
Η χρόνια φλεγμονή και τα αυξημένα επίπεδα οιστρογόνων που συνοδεύουν την ενδομητρίωση θεωρούνται μείζονες παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση άτυπων μορφών της νόσου και, στη συνέχεια, καρκίνου. Σε μοριακό επίπεδο, αν και η έρευνα συνεχίζεται, κεντρικό ρόλο φαίνεται να διαδραματίζει η απώλεια της λειτουργίας των γονιδίων ARID1A, PIK3CA και PTEN. Τονίζεται πως οι μεταλλάξεις που ενοχοποιούνται για αυτή είναι σωματικές, δηλαδή εμφανίζονται τοπικά στους αντίστοιχους ιστούς και δεν κληρονομούνται.
Αν πάντως σας έχουν πει πως έχετε ενδομητρίωση, δεν υπάρχει λόγος ιδιαίτερης ανησυχίας! Συνολικά, η πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου των ωοθηκών παραμένει πολύ χαμηλή.